- ἀντιληπτικός
- ἀντιληπτικόςable to apprehendmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιληπτικός — ή, ό (AM ἀντιληπτικός, ή, ό) αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να συλλαμβάνει εύκολα κάτι με τον νου ή τις αισθήσεις μσν. εκείνος που μπορεί να παρέχει βοήθεια αρχ. 1. (για φυτά) αυτό που μπορεί να πιαστεί από κάπου, να αναρριχηθεί… … Dictionary of Greek
ἀντιληπτικά — ἀντιληπτικός able to apprehend neut nom/voc/acc pl ἀντιληπτικά̱ , ἀντιληπτικός able to apprehend fem nom/voc/acc dual ἀντιληπτικά̱ , ἀντιληπτικός able to apprehend fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικῶν — ἀντιληπτικός able to apprehend fem gen pl ἀντιληπτικός able to apprehend masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικόν — ἀντιληπτικός able to apprehend masc acc sg ἀντιληπτικός able to apprehend neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικαῖς — ἀντιληπτικός able to apprehend fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικαί — ἀντιληπτικός able to apprehend fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικοῖς — ἀντιληπτικός able to apprehend masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικοί — ἀντιληπτικός able to apprehend masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικοῦ — ἀντιληπτικός able to apprehend masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιληπτικούς — ἀντιληπτικός able to apprehend masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)